- προσεκλύω
- Αεξασθενώ, χαλαρώνω ακόμη περισσότερο («μὴ προσεκλύειν τὸν στόμαχον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek